ἀέξῃ

ἀέξῃ
ἀέξω
augeo
pres subj mp 2nd sg
ἀέξω
augeo
pres ind mp 2nd sg
ἀέξω
augeo
pres subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • επαέξω — ἐπαέξω (Α) κάνω κάτι να αυξηθεί, να προκόψει («θεὸς δ ἐπὶ ἔργον ἀέξη», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αέξω (ιων. ποιητ. τ. τού ρ. αύξω, αυξάνω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”